-
1 уборочный
επ.της συγκομιδής, συλλεκτικός•-ые работы οι εργασίες συγκομιδής•
-ая машина συλλεκτική μηχανή•
-ая кампания εξόρμηση συγκομιδής.
ουσ. -ая θ. συγκομιδή ή περίοδος συγκομιδής. -
2 уборочный
уборочн||ыйприл с.-х. τής συγκομιδής:\уборочныйа я кампания ἡ περίοδος τής συγκομιδής· \уборочныйая машина ἡ θεριστική μηχανή. -
3 уборочный
с.-х. της συγκομιδής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уборочный
-
4 агрегат
1. тех. η μονάδα, το συγκρότημα (μηχανών)преобразовательный эл. - μετασχηματισμούпусковой ав. - εκκίνησης2. мин. το πρόσμειγμαη σύσταση (του ορυκτού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агрегат